- ἀπρόσλογος
- ἀπρόσλογοςnot to the pointmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπροσλογώτατα — ἀπρόσλογος not to the point adverbial superl ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσλόγως — ἀπρόσλογος not to the point adverbial ἀπρόσλογος not to the point masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσλογον — ἀπρόσλογος not to the point masc/fem acc sg ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσλογα — ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek